ταύρειος

ταύρειος
-α, -ο / ταύρειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και ταύριος, -ον και ταύρεος, -έα, -ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ταυρεία
είδος τύμπανου καλυμμένου με δέρμα
αρχ.
1. (το αρσ.) Ταύρειος και Ταύριος και Ταύρεος
(στην Ογχηστό τής Βοιωτίας) προσωνυμία τού Ποσειδώνος είτε επειδή στις θυσίες που γίνονταν προς τιμήν του προσέφεραν ταύρους είτε, κατ' άλλους, επειδή ο θεός παρείχε στους ταύρους βοσκή στα παράλια είτε, τέλος, από τους εφήβους που υπηρετούσαν τον θεό, τους ονομαζόμενους ταύρους, κατά την εορτή του
2. το θηλ. ως ουσ. α) (ενν. δορά) το δέρμα τού ταύρου
β) μαστίγιο από δέρμα ταύρου
γ) (κατά τον Ησύχ.) περικεφαλαία από δέρμα ταύρου
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ταύρια
(κατά τον Ησύχ.) εορτή προς τιμήν τού Ποσειδώνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταύρειος — of bulls masc nom sg ταύρειος of bulls masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύρειον — ταύρειος of bulls masc acc sg ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc sg ταύρειος of bulls masc/fem acc sg ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείων — ταύρειος of bulls fem gen pl ταύρειος of bulls masc/neut gen pl ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείοιο — ταύρειος of bulls masc/neut gen sg (epic) ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείοις — ταύρειος of bulls masc/neut dat pl ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείοισι — ταύρειος of bulls masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείου — ταύρειος of bulls masc/neut gen sg ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείους — ταύρειος of bulls masc acc pl ταύρειος of bulls masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείῳ — ταύρειος of bulls masc/neut dat sg ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύρεια — ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc pl ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”